Σελίδες

Τρίτη 27 Αυγούστου 2013

Φοροδιαφυγή – Τιμές Επιχειρηματικότητα – Ανταγωνιστικότητα

Νομίζω ότι είναι αρνητικό σε αυτή τη φάση να συζητάμε για νέο «κούρεμα». Κανείς δεν αμφιβάλει την σημασία που έχει για την πορεία της ελληνικής οικονομίας και ιδιαίτερα για το μέλλον της, το πρόβλημα της «βιωσιμότητας» του δημόσιου χρέους.
Όμως υπάρχει ο κίνδυνος μια συζήτηση τώρα  να αποδυναμώσει το πρόγραμμα των διαρθρωτικών αλλαγών και των προβλημάτων που υπάρχει σε εφαρμογή στη πράξη. Δυστυχώς πολλά από τα προβλήματα όχι μόνο δεν αξιολογούνται αλλά δεν φαίνεται να απασχολούν και τον δημόσιο διάλογο, ιδιαίτερα όσον αφορά τα συμπεράσματα.
Δύο ζητήματα θέλω να τονίσω, που σε σημαντικό βαθμό έχουν άμεση σχέση με την πορεία της εξόδου της χώρας από την ύφεση και όχι μόνο αλλά και τις προοπτικές και το μέλλον της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας.
Πρώτο ζήτημα: Συνήθως όταν γίνεται συζήτηση για το δημόσιο χρέος, την μονοπωλούν οι συνολικές δαπάνες του δημόσιου σαν υπερβολικές, που εκφράστηκε με  το «δαπανούσαμε πάνω από τις δυνατότητες μας». Όμως ποιες ήταν και είναι αυτές οι δυνατότητες του δημόσιου; Ασφαλώς η αναφορά είναι για τα έσοδα του. Αυτά ήταν και είναι η άλλη αιτία στο πρόβλημα δημόσιο χρέος. Τα δημόσια έσοδα στο μεγαλύτερο μέρος τους είναι τα φορολογικά έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού από άμεσους και έμμεσους φόρους. Η μείωση των εσόδων αυτών, λόγο εκτεταμένης φοροδιαφυγής την περίοδο 2009, την χρονιά δηλαδή του «δημοσιονομικού εκτροχιασμού», ήταν η μία από τις αιτίες που το έλλειμμα εκτοξεύτηκε στο χωρίς ιστορικό προηγούμενο -15,6% του ΑΕΠ. Την ίδια πάντα χρονιά τα συνολικά έσοδα ανερχόταν στο 38,3% και οι συνολικές δαπάνες στο 54,0% του ΑΕΠ,  ή άλλη αιτία.
Ιδιαίτερα στην περίοδο 2004 – 2009 οι αποκλίσεις που παρουσιάζουν τα έσοδα από φόρους σε σχέση με τα προϋπολογισθέντα στους κρατικούς προϋπολογισμούς υπερβαίνουν τα -16,00 δις ευρώ, σωρευτικά. Είναι η περίοδος διακυβέρνησης του «σεμνά και ταπεινά» από τον Κ. Καραμανλή τον νεότερο, που εκτός του ελλείμματος, αύξησαν ή καλύτερα πρόσθεταν στο δημόσιο χρέος «κατά μέση μεταβολή χρέους κάθε χρόνο 21,7 δις ευρώ για την περίοδο 2003-2009»[1].

Δεύτερο ζήτημα: είναι η μείωση των τιμών στη διάρκεια της ύφεσης. Από την αρχή συζητιέται το πρόβλημα, πως είναι δυνατόν να μειώνονται τα εισοδήματα και η αγοραστική δύναμη εργαζομένων και συνταξιούχων και αντίθετα οι τιμές όχι να μην μειώνονται αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις να αυξάνονται. Αποτέλεσμα: η «εσωτερική υποτίμηση» να  μην λειτουργεί κοινωνικά δίκαια, αφού μόνο τα εισοδήματα μειώνονται και όχι το κόστος ζωής.
Το πιο τραγελαφικό με τις τιμές, είναι το τελευταίο μέτρο της μείωσης του συντελεστή ΦΠΑ από 23% στο 13% στην εστίαση. Το μέτρο υποτίθεται ήταν αίτημα των επιχειρήσεων και των φορέων του κλάδου, για να γίνουν περισσότερο ανταγωνιστικές, όχι ως προς τις τιμές τους τελικά αφού δεν τις μείωσαν (μία στις δέκα επιχειρήσεις μείωσαν τις τιμές μετά την εφαρμογή του μέτρου), αλλά ως προς το ποσό του ΦΠΑ που αποδίδουν στο κράτος, αν το αποδίδουν.
Ο στόχος ήταν πάλι έστω και μέσα στη κρίση, να αυξήσουν τα περιθώρια ποσοστού κέρδους τους ασφαλώς όχι βελτιώνοντας την ανταγωνιστικότητας τους αλλά εκμεταλλευόμενες ένα φορολογικό μέτρο. Αυτό αποτελεί  πάγια πρακτική της πλειοψηφίας των ΜΜΕ. Με βασικό επιχείρημα ότι από πριν είχαν μετακυλήσει στο κόστος τους στις αυξήσεις του ΦΠΑ και δεν υπήρχαν άλλα περιθώρια, παρά την μείωση του ΦΠΑ κατά 10 μονάδες, να μειώσουν τις τιμές τους. Τώρα σε πια οικονομία και λογική της αγοράς στηρίζεται οι πλειοψηφία των επιχειρήσεων εστίασης, είναι άλλου παπά ευαγγέλιο.
Μήπως όμως είναι ακριβώς η ίδια λογική και επιχειρηματολογία με την αναγκαιότητα της φοροδιαφυγής στις επιχειρήσεις; Ότι είναι αναγκαία σαν «μέσο επιβίωσης» για να μην βάλουν λουκέτο;
Τελικά τι από τα δύο συμβαίνει; Ή ο γιαλός είναι στραβός, ή στραβά αρμενίζουμε;
Μήπως υπάρχει περιορισμένος ανταγωνισμός; Πολλές από τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις εδώ και χρόνια δεν είναι ανταγωνιστικές και για να επιβιώνουν επιλέγουν σαν μέσο την φοροδιαφυγή και την «αρπαχτεί».
Στα πλαίσια υπέρβασης της κρίσης εκτός, τι παραγωγικό πρότυπο έχουμε ανάγκη σαν χώρα και σε ποιους τομείς και κλάδους, πρέπει να θέσουμε στο δημόσιο διάλογο και τι επιχειρήσεις χρειαζόμαστε από πλευράς μεγέθους – ανταγωνιστικότητας - εξωστρέφειας – καινοτομίας - νέων τεχνολογιών και ανθρώπινων πόρων. Το «σύστημα» που μας οδήγησε στη κατάρρευση πρέπει συνολικά να αλλάξει. Και αυτές οι αλλαγές δεν αφορούν μόνο το δημόσιο, αλλά και τον ιδιωτικό τομέα, ιδιαίτερα την Επιχειρηματικότητα και Ανταγωνιστικότητα. Έχουμε ανάγκη από μια νέα γενιά επιχειρηματιών, που οφείλει να δει τη νέα πραγματικότητα τελείως διαφορετικά από το χθες και να συμβάλλει στη διαμόρφωση νέων κανόνων στη αγορά και στον εκσυγχρονισμό της. Τόσο ο τρόπος διαμόρφωσης των τιμών οφείλει να υπόκειται σε κριτήρια αγοράς, (ανταγωνιστικότητας, βιωσιμότητας, ποιότητας προϊόντων και υπηρεσιών)  όσο και ο περιορισμός της φοροδιαφυγής συμβάλλουν σε αυτή την κατεύθυνση.
Ο στόχος πρέπει να είναι βιώσιμες, καινοτόμες επιχειρήσεις που ενσωματώνουν τις νέες τεχνολογίες στις παραγωγές τους και στην διοίκηση, σε προϊόντα και υπηρεσίες υψηλής προστιθεμένης αξίας, εξωστρεφείς, και αξιοποιούν τα τοπικά πλεονεκτήματα σε πλουτοπαραγωγικούς και ανθρώπινους πόρους. Μόνο μέσω αυτής της οδού μπορεί να δημιουργήσουμε βιώσιμες επιχειρηματικές μονάδες και κατ’ επέκταση να απαντήσουμε στο μείζον πρόβλημα της ανεργίας, ιδιαίτερα μεταξύ των νέων, με την δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και σε νέους τομείς και κλάδους της οικονομίας. Το νέο ΕΣΠΑ 2014 – 2020 θα πρέπει να απάντα σε αυτές τις νέες προκλήσεις.

Αρτεμάκης Μιχάλης, Οικονομολόγος



[1] Η Ελλάδα στην Κρίση, Τάσος Γιαννίτσης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου